- τρισύνθετος
- -η, -ο / τρισύνθετος, -ον, ΝΜΑσύνθετος από τρία μέρηνεοελλ.φρ. «τρισύνθετο ανθρώπου»εκκλ. αιρετική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος συνίσταται όχι μόνο από σώμα και ψυχή, αλλά από σώμα, ψυχή και πνεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + σύνθετος (πρβλ. πολυ-σύνθετος)].
Dictionary of Greek. 2013.